[Το πνεύμα του τόνου] Εμείς και οι άλλοι, του Κώστα Γεωργουσόπουλου
Γιατί έχουμε την αφέλεια να θέλουμε να μας καταλάβουν οι βόρειοι, αναγκαστικοί μας, συνεταίροι; Και γιατί εκείνοι επιμένουν να μας κρίνουν με τα δικά τους πολιτιστικά και ηθικά κριτήρια;
Ελάτε να δούμε τι μας χωρίζει από αυτούς. Ιδού, αφορμή αυτές οι άγιες μέρες. Εμείς στις συνάξεις μας στους ναούς τραγουδάμε. Τραγουδάμε τις μωρές παρθένες που δεν πρόφτασαν να πάνε στον γάμο με τον Νυμφίο. Τραγουδάμε την πόρνη που έσκυψε και άλειψε με μύρα τα πόδια του Θεού και συγχωρέθηκε επειδή «ηγάπησε πολύ». Τραγουδάμε τον ληστή που συνσταυρώθηκε και αξιώθηκε να απολαύσει την αθανασία. Τραγουδάμε τον προδότη του διδασκάλου που υπέκυψε στον πειρασμό, μετάνιωσε και κρεμάστηκε. Τραγουδάμε τον μαθητή, τον αγαπημένο, που αρνήθηκε τρεις φορές τον δάσκαλό του. Τραγουδάμε τον λαϊκό βαστάζο που φορτώθηκε τον σταυρό για να ξεκουράσει τον βασανισμένο Θεό. Και τραγουδάμε τον άπιστο μαθητή που ήθελε να ψηλαφήσει τις πληγές για να πιστέψει στο θαύμα.
Εχουν κατά νου τους κάτι τέτοιες εμπειρίες η κ. Μέρκελ, ο κ. Ολι Ρεν, ο κ. Τόμσεν; Προσοχή, δεν ειρωνεύομαι. Παιδιά του προτεσταντισμού και του τέκνου του τού καπιταλισμού (δεν το λέω εγώ, ο Μέγας Μαξ Βέμπερ το λέει) έχουν ως πρότυπό τους, ως σύμβολο τον δούλο που πολλαπλασίασε τα δηνάρια που του εμπιστεύτηκε ο αφέντης.
Πάσχα οι προτεστάντες, λαϊκή γιορτή, δεν έχουν. Εργάζονται. Εμείς αναπνέουμε άνοιξη, τσίκνα οβελία, πίνουμε κρασί και χορεύουμε. Ας το κατανοήσουν επιτέλους, δεν είναι θέμα οικονομίας αλλά τρόπος ζωής, πολιτισμός.
Εμείς σεβόμαστε τις τράπεζές τους, αυτοί ας σεβαστούν το τραπέζι μας.